- αυτομόρφωση
- η1. το να μορφώνεται κανείς μόνος του, η μόρφωση που αποκτά κανείς χωρίς τη βοήθεια δασκάλου2. ολόκληρη η μετασχολική μόρφωση του ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερη λόγια σύνθετη λ. < αυτο-* + μόρφωση. Η λ., στον λόγιο τ., αυτομόρφωσις μαρτυρείται στον Ηλία Κανελλόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.