αυτομόρφωση

αυτομόρφωση
η
1. το να μορφώνεται κανείς μόνος του, η μόρφωση που αποκτά κανείς χωρίς τη βοήθεια δασκάλου
2. ολόκληρη η μετασχολική μόρφωση του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερη λόγια σύνθετη λ. < αυτο-* + μόρφωση. Η λ., στον λόγιο τ., αυτομόρφωσις μαρτυρείται στον Ηλία Κανελλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κομένιους, Γιαν Αμός — (Jan Amos Comenius, Νίβνιτσε, Μοραβία 1592 – Άμστερνταμ 1670). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Μοραβού παιδαγωγού Γ.Ά. Κομένσκι (Komensky). Σπούδασε στα σχολεία του Πρέροφ και στην Ακαδημία Χέρμπορν στο Νασάου, όπου δέχτηκε την επίδραση του …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”